ἐντρυφᾷ — ἐντρυφάω revel in pres subj mp 2nd sg ἐντρυφάω revel in pres ind mp 2nd sg (epic) ἐντρυφάω revel in pres subj act 3rd sg ἐντρυφάω revel in pres ind act 3rd sg (epic) ἐντρυφάω revel in pres subj mp 2nd sg ἐντρυφάω revel in pres ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυφάτω — ἐντρυφά̱τω , ἐντρυφάω revel in pres imperat act 3rd sg ἐντρυφά̱τω , ἐντρυφάω revel in pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρυφᾶν — ἐντρυφάω revel in pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐντρυφάω revel in pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐντρυφάω revel in pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐντρυφᾶ̱ν , ἐντρυφάω revel in pres inf act (epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
наслажатисѧ — НАСЛАЖА|ТИСѦ (50), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Испытывать удовольствие, наслаждаться: ѥгда брашьны наслажѧѥтьсѧ. Изб 1076, 89 об.; то же СбТр XII/XIII, 165; маслицѣ же въ пьрвѹю || не(д) тъчию да не ѣдѧ(т). а вы ины д҃ни поста. наслажѧтисѧ ихъ. да не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
насыщатисѧ — НАСЫЩА|ТИСѦ (37), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Заполняться, наполняться. Образн.: ѡбою ѹбо поданиѥмь || бл҃гыхъ твоихъ насыщаютьсѧ ср҃дца СбСоф XIII, 215 об.–216. 2. Кормиться, насыщаться: Насыштѧ˫асѧ многосластьнааго пити˫а. помѧни пиюштааго теплѹ водѹ Изб… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ηδονισμός — Όρος που στη φιλοσοφία σημαίνει κάθε ηθική αντίληψη που θέτει θεμέλιό της την επιδίωξη της ηδονής. Συχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ωφελιμισμού και του ευδαιμονισμού, όρων σχετικών με τις θεωρίες που περιορίζουν τον σκοπό της ζωής στην… … Dictionary of Greek
Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο … Dictionary of Greek
εντρυφώ — εντρύφησα, αμτβ., βρίσκω σε κάτι ευχαρίστηση, αισθάνομαι απόλαυση με το να ασχολούμαι με αυτό: Εντρυφά στις ιστορικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)